Σε έναν επικίνδυνο κόσμο, η χώρα έχει την ατυχία να έχει έναν επικίνδυνο Πρωθυπουργό

Σε έναν επικίνδυνο κόσμο, η χώρα έχει την ατυχία να έχει έναν επικίνδυνο Πρωθυπουργό - ΜέΡΑ25

Η μεγάλη είδηση που πρέπει να κρατήσουμε από τη συνέντευξη του Πρωθυπουργού στον τηλεοπτικό Alpha και τον κ. Σρόιτερ, είναι η ομολογία του κ. Μητσοτάκη ότι ακόμα και τώρα, δεν αισθάνεται ΚΑΜΜΙΑ ανάγκη να συνομιλήσει με τους υπόλοιπους πολιτικούς αρχηγούς, με τη Βουλή, ή έστω με το δικό του υπουργικό συμβούλιο για την απόφαση η χώρα μας να διαλέξει πλευρά σε έναν μαινόμενο πόλεμο, αλλά καταφανώς αισθάνθηκε μια επείγουσα ανάγκη να προστρέξει στο μόνο θεσμό που αναγνωρίζει: τα φιλικά προς την κυβέρνηση ΜΜΕ.

Η Εθνική συνεννόηση; Η Δημοκρατία; Περιττές ενοχλήσεις. Πρωθυπουργός αποφασίζει, Πρωθυπουργός ανακοινώνει, από τα ασφυκτικά ελεγχόμενα από την κυβέρνηση ΜΜΕ, ότι η Ελλάδα μπαίνει σε επικίνδυνα μονοπάτια μόνο και μόνο για να δείξει ο κ. Μητσοτάκης στα υπερατλαντικά αφεντικά του ότι «παίρνει πρωτοβουλίες» πριν καν του το ζητήσουν, και προειδοποιώντας θρασύτατα τους πολίτες ότι «θα υπάρξουν συνέπειες», αμελώντας να προσθέσει ότι δεν είναι αυτός που θα τις πληρώσει.

Σε έναν επικίνδυνο κόσμο, η χώρα έχει την ατυχία να έχει έναν επικίνδυνο Πρωθυπουργό. Είναι πλέον θέμα στοιχειώδους αυτοάμυνας της χώρας να απαλλαγεί από το θανάσιμο εναγκαλισμό της «Μητσοτάκης Α.Ε.» με ό,τι έχει απομείνει ακόμα από τους θεσμούς.

Λειτουργεί το κοινοβούλιο; Έχουμε όντως κοινοβουλευτική δημοκρατία;

Προς το Κοινοβούλιο νομοσχέδια με τα προαπαιτούμενα | Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Μια ματιά στον ιστότοπο της βουλής αρκεί για να μας πείσει ότι ναι, το κοινοβούλιο λειτουργεί και παράγει έργο. Οι επιτροπές συνεδριάζουν, νομοσχέδια γίνονται νόμοι του κράτους, οι υπουργοί απαντούν σε ερωτήσεις των βουλευτών, εξεταστικές επιτροπές συστήνονται. Με δυο λόγια, η Βουλή και νομοθετεί και ασκεί έλεγχο στην κυβέρνηση.

Είναι όμως, όντως, έτσι τα πράγματα;

Αρκεί να εγκρίνουν τα νομοσχέδια οι βουλευτές για να θεωρούνται ότι νομοθετούν;

Είναι αρκετό να απαντούν οι υπουργοί τις ερωτήσεις των βουλευτών για να ασκείται κοινοβουλευτικός έλεγχος;

Ας αρχίσουμε από το νομοθετικό έργο. Η νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης εκδηλώνεται κατά κύριο λόγο δια της κατάθεσης σχεδίων νόμων και τροπολογιών, που καλείται να εγκρίνει ή να απορρίψει το νομοθετικό σώμα, δηλαδή η βουλή, και δευτερευόντως, δια της κύρωσης διεθνών συμβάσεων. Τόσο το Σύνταγμα όσο και ο κανονισμός της Βουλής προβλέπουν συγκεκριμένα στάδια, ορισμένης κατ’ ελάχιστον διάρκειας, για την επεξεργασία, συζήτηση και ψήφιση ενός νομοσχεδίου. Μια διαδικασία δηλαδή, που μπορεί να διαρκέσει περί τον ένα μήνα κατ’ ελάχιστον και συνιστούσε απαράβατο κανόνα.

Μετά την ψήφιση του πρώτου μνημονίου όμως, κάτι άλλαξε άρδην. Κάθε νομοσχέδιο που θα μπορούσε να προκαλέσει κοινωνικές αντιδράσεις ή εσωκομματικούς τριγμούς ψηφιζόταν με τη διαδικασία του επείγοντος ή κατεπείγοντος, εντός λίγων (3-5) ημερών από την κατάθεσή του, διαδικασία που προβλέπεται μεν από τον κανονισμό της βουλής, αλλά σίγουρα όχι για να ελαχιστοποιηθούν οι αντιδράσεις σε βάρος της εκάστοτε κυβέρνησης και μόνο για σημαντικό λόγο, για την αντιμετώπιση επείγουσας και έκτακτης ανάγκης.

Προϊόντος του χρόνου, με αποκορύφωμα τη δεύτερη περίοδο της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, η επιτάχυνση της νομοθετικής διαδικασίας μονιμοποιήθηκε, έγινε κανονικότητα. Νομοσχέδια ψηφίζονται εντός 10-15 ημερών από την κατάθεσή τους στη Βουλή, κατά παράβαση κάθε κανονιστικής πρόβλεψης και προς επιβεβαίωση όσων υποστηρίζουν ότι η χώρα δεν βγήκε ποτέ από τα μνημόνια. Και βεβαίως, η κυβέρνηση Μητσοτάκη «έχει τερματίσει» αυτή την πρακτική, αφού όχι μόνο ακολουθεί το «κακό προηγούμενο» του ΣΥΡΙΖΑ όσον αφορά τη fast track νομοθέτηση, αλλά και γιατί μέσα σε 2,5 περίπου χρόνια κυβερνητικής θητείας έχει εισαγάγει προς συζήτηση και ψήφιση περισσότερα από 250 νομοσχέδια και διεθνείς συμβάσεις, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ στα 4 περίπου χρόνια θητείας – από τον Οκτώβρη του 2015 έως τον Ιούνιο του 2019 εισήγαγε 284.

«Και τι έγινε;», θα πει κάποιος. Αυτό που έγινε είναι ότι οι βουλευτές ψηφίζουν νομοσχέδια που είναι αδύνατον να προλάβουν να διαβάσουν (άρα πώς ψηφίζουν;), πολλώ δε μάλλον να επεξεργαστούν, να διαβουλευτούν με κοινωνικούς φορείς και εταίρους τους οποίους αφορούν τα νομοσχέδια αυτά, να προτείνουν βελτιώσεις. Ως κερασάκι στην τούρτα, έρχονται να προστεθούν και οι αμέτρητες τροπολογίες που κατατίθενται ακόμα και την ώρα της συζήτησης στην ολομέλεια και θα μπορούσαν να αποτελούν αυτοτελή νομοσχέδια, με διατάξεις άσχετες ως προς το προς συζήτηση νομοσχέδιο, οι οποίες τίθενται σε ψηφοφορία, κατά κατάφωρη παραβίαση του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής. Διαδικασίες fast track. Δόγμα του σοκ και σε επίπεδο νομοθέτησης.

Σε αντιδιαστολή, αγνοείται παντελώς η νομοθετική πρωτοβουλία των κομμάτων της αντιπολίτευσης που εκδηλώνεται μέσω της κατάθεσης προτάσεων νόμων, οι οποίες θα έπρεπε να συζητιούνται κατά προτεραιότητα μια φορά τον μήνα. Αλλά φευ! Από τις 20 προτάσεις νόμων που έχουν κατατεθεί στην τρέχουσα κοινοβουλευτική περίοδο ούτε μία δεν έχει εισαχθεί προς συζήτηση στην αρμόδια επιτροπή.

Τέλος, ως προς τον έλεγχο που δύνανται να ασκούν οι βουλευτές στην κυβέρνηση, αυτός ασκείται τύποις. Όχι γιατί οι βουλευτές δεν θέλουν ή δεν μπορούν, αλλά γιατί συχνά οι απαντήσεις της κυβέρνησης είναι προσχηματικές και επιφανειακές και όχι επί της ουσίας. Άλλωστε, ο ίδιος ο πρωθυπουργός της χώρας θεωρεί εαυτόν υπεράνω του ελέγχου ή ότι μπορεί να επιλέγει αποκλειστικά ο ίδιος ποιος θα τον ελέγχει και επί ποίου θέματος τον συμφέρει να ελεγχθεί. Όσο για τις εξεταστικές επιτροπές; Έχουν πλήρως ευτελιστεί και αναλώνονται στην εξαπόλυση κατηγοριών ένθεν κακείθεν, περί του ποιος έβλαψε περισσότερο το δημόσιο συμφέρον, χωρίς καμία διάθεση αυτοκριτικής, επί της ουσίας συζήτησης και ανάληψης πολιτικών ευθυνών. Όλα για την επικοινωνία.

Διαδικασίες που παραβιάζονται, νομοθετική «ποσότητα» σε βάρος της νομοθετικής ποιότητας, της χρηστής νομοθέτησης, λειψός κοινοβουλευτικός έλεγχος.

Ας το παραδεχτούμε λοιπόν. Η κοινοβουλευτική μας δημοκρατία δεν είναι ούτε κοινοβουλευτική – αφού οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται στο κοινοβούλιο – ούτε δημοκρατία – αφού οι εξουσίες δεν πηγάζουν από τον λαό, ούτε υπάρχουν υπέρ αυτού, ούτε ασκούνται, όπως ορίζει το Σύνταγμα.

Όλα τα παραπάνω δεν καταγράφονται από τυπολατρεία, αλλά γιατί οι συγκεκριμένοι τύποι και κανόνες έχουν θεσπιστεί για να διασφαλίζουν τη λειτουργία του κοινοβουλίου. Το ότι βέβαια το κοινοβούλιο – και κατ’ επέκταση το πολίτευμα – δεν λειτουργεί το έχουμε νιώσει «στο πετσί μας» τα τελευταία 12 σχεδόν χρόνια με τον πιο πικρό τρόπο, που ζούμε ουσιαστικά την παράκαμψη του κοινοβουλευτισμού στη χώρα μας. Και η γενικευμένη παραβίαση των κανόνων, η θεσμική κρίση, είναι σύμπτωμα που συνδέεται στενά με την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος αποστρέφεται τις δημοκρατικές διαδικασίες και επιβάλλει αποφάσεις στους πολλούς που λαμβάνονται από κέντρα που δεν ελέγχονται και δεν εκπροσωπούν παρά μόνο τα συμφέροντά τους. Και οδηγούμαστε μοιραία στο συμπέρασμα ότι θεσμική και οικονομική κρίση βαδίζουν χέρι-χέρικαι πρώτο θύμα της κρίσης είναι η δημοκρατία. Δεν είναι δυνατόν να ξεπεράσουμε την οικονομική κρίση χωρίς να αντιμετωπίσουμε τη θεσμική κρίση και το έλλειμμα δημοκρατίας, χωρίς να αντισταθούμε στην επιβολή ενός μεταδημοκρατικού καθεστώτος.

Και μόνος δρόμος για να βγούμε από αυτόν τον φαύλο κύκλο είναι η ρήξη με τους λίγους και ισχυρούς – σε εθνικό, ευρωπαϊκό, διεθνές επίπεδο – για την υπεράσπιση των πολλών.

Η πρόταση του ΜέΡΑ25 για ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας στη δημόσια περιουσία

Η χώρα μας βρίσκεται σε μια ιδιότυπη φυλακή χρέους εδώ και 11 χρόνια, σε ένα καθεστώς που εμείς ονομάζουμε Χρεοδουλοπαροικία. Οι μνημονιακές κυβερνήσεις διαδοχικά λειτουργούν ως εντολοδόχοι των δανειστών, με την εθνική κυριαρχία να έχει μεταφερθεί στο Βερολίνο, την Φρανκφούρτη και τις Βρυξέλλες. Δημόσια Περιουσία, Τραπεζικό Σύστημα και Δημόσια Έσοδα με το συνοδευτικό Φορολογικό Λογισμικό υπάγονται στην, όχι και τόσο, άτυπη δικαιοδοσία των δανειστών.

Δημόσια Περιουσία

Το σύνολο της περιουσίας του Δημόσιου βρίσκεται υπό εκποίηση. Λιμάνια, αεροδρόμια, σιδηρόδρομος, ενέργεια (ΔΕΗ, ΔΕΠΑ), ύδρευση (ΕΥΔΑΠ, ΕΥΑΘ), αστικές μεταφορές, δημόσιες εκτάσεις (Ελληνικό, Αφάντου, Νικήτη) και οτιδήποτε άλλο ανήκει στο δημόσιο, ακόμα και αρχαιολογικοί χώροι, έχει ουσιαστικά υποθηκευθεί στους δανειστές. Οι μνημονιακές κυβερνήσεις, ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, υποθήκευσαν τη χώρα. Το μεγάλο όχημα είναι η Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας ΑΕ, το λεγόμενο Υπερ-Ταμείο, το οποίο αποτελεί συνέχεια του ΤΑΙΠΕΔ.

ΤΑΙΠΕΔ

Σύμφωνα με τον ιδρυτικό νόμο του ΤΑΙΠΕΔ, (Ν. 3986/2011 – 1ο Μνημόνιο), «το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ) αξιοποιεί την ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου, που του έχει ανατεθεί σύμφωνα με τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας και τις προβλέψεις των Μεσοπρόθεσμων Πλαισίων Δημοσιονομικής Στρατηγικής». Όπου Ιδιωτική Περιουσία του Δημοσίου βλ. λιμάνια, αεροδρόμια, ενέργεια, ύδρευση, ακίνητα. Αυτά λοιπόν, όπως γράφει ρητά ο ιδρυτικός νόμος του ΤΑΙΠΕΔ, “αξιοποιούνται” για να καλυφθούν οι υποχρεώσεις της χώρας στους δανειστές.

Υπερταμείο

Σύμφωνα με τον ιδρυτικό νόμο του Υπερ-Ταμείου, της Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας ΑΕ, (Ν. 4389/2016 – 3ο Μνημόνιο), σε αυτό υπάγεται το σύνολο της περιουσίας του Δημοσίου, μέχρι και αρχαιολογικοί χώροι, με σκοπό την “αξιοποίηση” της εν λόγω περιουσίας για να «(α) συνεισφέρει πόρους για την υλοποίηση της επενδυτικής πολιτικής της χώρας και για την πραγματοποίηση επενδύσεων που συμβάλλουν στην ενίσχυση της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και β) συμβάλει στην απομείωση των οικονομικών υποχρεώσεων της Ελληνικής Δημοκρατίας». Οι επικυρίαρχοι δανειστές δεν έμειναν απλώς στην επιβολή αυτού του αποικιοκρατικού πλαισίου, επιβλέπουν και την εφαρμογή του. Σύμφωνα πάλι με τον ιδρυτικό νόμο του Υπερ-Ταμείου, ανώτατο εκτελεστικό όργανο είναι το Εποπτικό Συμβούλιο. Η σύνθεσή του, 5μελής, αποφασίζεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όχι από το ελληνική κυβέρνηση. Συγκεκριμένα, διαβάζουμε στο άρθρο 192 του Ν. 4389/2016: «Το Εποπτικό Συμβούλιο αποτελείται από πέντε (5) μέλη που διορίζονται από τη Γενική Συνέλευση του μοναδικού μετόχου, σύμφωνα με τα κατωτέρω: α) τρία (3) μέλη επιλέγονται από τον μοναδικό μέτοχο, κατόπιν σύμφωνης γνώμης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας που ενεργούν από κοινού, β) δύο (2) μέλη, μεταξύ των οποίων ο Πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου, επιλέγονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, ενεργώντας από κοινού, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Υπουργού Οικονομικών».

Με όχημα το ΜΗ ΒΙΩΣΙΜΟ χρέος η Δημοκρατία μας έχει απωλέσει την κυριαρχία της πάνω στην περιουσία του Δημοσίου.

Τι πρέπει να γίνει

Ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας στη δημόσια περιουσία

  • Η δημόσια περιουσία δεν θα πωλείται πλέον, αλλά θα αποτελεί την κεφαλαιακή βάση ενός νέου δημόσιου αναπτυξιακού τραπεζικού θεσμού
  • Κατάργηση του ΥΠΕΡΤΑΜΕΙΟΥ και αντικατάστασή του με μια Εθνική Αναπτυξιακή Εταιρεία Δημόσιας Περιουσίας & Δημοσιονομικών Συναλλαγών, την εταιρεία «ΑΘΗΝΑ». Η «ΑΘΗΝΑ» θα αποτελεί το νέο δημόσιο αναπτυξιακό τραπεζικό θεσμό της χώρας

Ίδρυση, ταυτόχρονα, της Νέας Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, που θα υπάγεται στην «ΑΘΗΝΑ». Σε αυτήν θα περάσει η δημόσια περιουσία, που τώρα βρίσκεται στο ΤΑΙΠΕΔ, το οποίο καταργείται

Δημόσια Περιουσία-Επενδύσεις-Τράπεζες: Ίδρυση Εθνικής Εταιρείας «ΑΘΗΝΑ», στην οποία εντάσσονται η Νέα Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα και τα εθνικοποιημένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα

● Κατάργηση του Υπερταμείου (ΕΕΣΥΠ-Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας).
● Κατάργηση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ).
● Ίδρυση δημόσιας εταιρείας με την επωνυμία «ΑΘΗΝΑ – Εθνική Αναπτυξιακή Εταιρεία Δημόσιας Περιουσίας & Δημοσιονομικών Συναλλαγών».
● Ίδρυση της Νέας Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, ως θυγατρική της «ΑΘΗΝΑ».
● Ίδρυση της Εθνικής Εταιρείας Τραπεζικών Συμμετοχών, ως θυγατρική της «ΑΘΗΝΑ».
● Τερματισμός των εκποιήσεων Δημόσιας Περιουσίας και μεταφορά της από την ΕΕΣΥΠ, στην Νέα Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα.
● Μεταφορά των μετοχών των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων του Ελληνικού Δημοσίου από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στην Εθνική Εταιρεία Τραπεζικών Συμμετοχών. Αξιοποίηση και διάσωση της Δημόσιας Περιουσίας, μέσω της Νέας Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας

Η Νέα Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα χρησιμοποιεί τη Δημόσια Περιουσία ως εχέγγυο για να αντλεί πόρους που θα κατευθύνονται στη χρηματοδότηση:

● δημόσιων επενδύσεων που αναδεικνύουν την ίδια τη Δημόσια Περιουσία, σε συνεργασία κατά περίπτωση με ιδιώτες,
και
● ιδιωτικών επενδύσεων.

Οι μετοχές της Νέας Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας αποδίδονται στα ασφαλιστικά ταμεία, ενισχύοντας έτσι την κεφαλαιοποίησή τους.