Η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού ιδρύθηκε το 1950 με σκοπό να θεραπεύσει το μεγάλο πρόβλημα εξηλεκτρισμού της χώρας. Όταν ιδρύθηκε η ΔΕΗ υπήρχαν 415 εταιρείες σε όλη τη χώρα, από τις οποίες οι 357 ήταν ιδιωτικές ενώ υπήρχαν και 58 δημοτικές ή κοινοτικές. Η ύπαρξη πληθώρας πολλών μικρών ιδιωτικών και δημοτικών επιχειρήσεων παραγωγής και παροχής ηλεκτρικού ρεύματος ουσιαστικά καθιστούσε το κόστος πολύ υψηλό για τον καταναλωτή, είτε οικιακό, είτε επαγγελματικό εμπορικό, μιας και δεν μπορούσαν να αναπτυχθούν οικονομίες κλίμακας μειώνοντας το κόστος παραγωγής και διανομής, ο δε ιδιωτικός/κερδοσκοπικός χαρακτήρας των εν λόγω επιχειρήσεων καθιστούσε τον εξηλεκτρισμό κάθε γωνιας της χώρας ανέφικτο μιας και κανείς ιδιώτης δεν θα επένδυε σε υποδομές για να ηλεκτροδοτηθεί ένα απομακρυσμένο χωριό/κωμόπολη.
Η σύσταση της ΔΕΗ τον Αύγουστο του 1950 εθνικοποίησε την παραγωγή και διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας. Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας θεωρήθηκε πλέον υπηρεσία κοινής ωφέλειας. Η ΔΕΗ είχε το αποκλειστικό προνόμιο της κατασκευής, λειτουργίας και εκμετάλλευσης υδροηλεκτρικών και θερμικών εργοστασίων, της χρήσης (κατά προτίμηση) εθνικών καυσίμων και την υποχρέωση κατασκευής εθνικού δικτύου μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, το μονοπώλιο διάθεσης και πώλησης του παραγόμενου ηλεκτρικού ρεύματος. Έπρεπε να έχει οικονομική αυτάρκεια, να παρέχει στη φθηνότερη δυνατή τιμή το ρεύμα στους αγροτικούς και αστικούς πληθυσμούς και να μην κάνει διακρίσεις μεταξύ αστικών και αγροτικών πληθυσμών τόσο στη διανομή όσο και στην τιμολογιακή πολιτική της.
Όταν ιδρύθηκε η ΔΕΗ το 1950, η κατανάλωση ανά κάτοικο ήταν 88 Kwh το χρόνο, ενώ πέντε χρόνια αργότερα έφτασε τις 150 Kwh. Αντίστοιχα, το 1950 ο ηλεκτροδοτούμενος πληθυσμός της χώρας ήταν 55% του συνόλου, ενώ το 1955 έφτασε το 59,1 %.
Το άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας – Η πορεία προς την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ
Η απαρχή του ανοίγματος της αγοράς ενέργειας στην ΕΕ εισήχθη με την Οδηγία 96/92/ΕΚ (1996), η οποία με πρόσχημα τη διασύνδεση των δικτύων των χωρών-μελών σε ένα κοινό ευρωπαϊκό δίκτυο και τη δημιουργία μιας κοινής αγοράς ενέργειας, έθεσε το πλαίσιο για την σταδιακή ιδιωτικοποίηση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Στην Ελλάδα η αρχή έγινε από το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη. Το 1999 ιδρύθηκε η ΡΑΕ , η Ανεξάρτητη Αρχή Ενέργειας, με τον Ν.2773/99, ενσωματώνοντας στο ελληνικό δίκαιο την παραπάνω οδηγία. Διαβάζουμε στην ιστοσελίδα της ΡΑΕ:
Ο Ν.2773/99, που τιτλοφορείτο: “Απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας-Ρύθμιση θεμάτων ενεργειακής πολιτικής και λοιπές διατάξεις” αφορά του τομείς Ηλεκτρισμού και Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Ο νόμος αυτός καθορίζει το βασικό πλαίσιο ρύθμισης της απελευθερωμένης αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας που θα αρχίσει να ισχύει από τον Φεβρουάριο του 2001 σύμφωνα με την Οδηγία 96/92 της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο νόμος αυτός προέβλεπε:
Την σύσταση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ) ως ανεξάρτητης και αυτοτελούς διοικητικής αρχής που εποπτεύεται από τον Υπουργό Ανάπτυξης και τις αρμοδιότητές της.
Την σύσταση του Διαχειριστή του Ηλεκτρικού Συστήματος που θα εποπτεύεται από την ΡΑΕ
Την απελευθέρωση της παραγωγής και εκμετάλλευσης ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ΑΠΕ, Συμπαραγωγή αλλά και από συμβατικά καύσιμα
Την μετατροπή της ΔΕΗ σε Ανώνυμη Εταιρεία.
Η ΔΕΗ μετατράπηκε το 2000 σε Ανώνυμη Εταιρεία και εισήχθη στο ΧΑΑ. Στα χρόνια που ακολούθησαν η εταιρεία «έσπασε» στο κομμάτι της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, που διατήρησε την επωνυμία ΔΕΗ και στη διαχείριση των δικτύων μεταφοράς της ηλεκτρικής ενέργειας, τον Ανεξάρτητο Διαχειριστή Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΔΜΗΕ) και τον Διαχειριστή Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΔΕΔΔΗΕ).
Ακριβώς επειδή οι ιδιώτες παραγωγοί δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν τη ΔΕΗ που λειτουργούσε με τεράστιες οικονομίες κλίμακας, πολύ χαμηλό κατά μονάδα κόστος παραγωγής, αρχικά η κυβέρνηση Καραμανλή προχώρησε σε σταδιακές αυξήσεις των τιμολογίων της ΔΕΗ. Το μεγάλο πάρτι όμως ξεκίνησε με την εισαγωγή του λεγόμενου Μηχανισμού Ανάκτησης Μεταβλητού Κόστους Τρίτων Παραγωγών. Σε σχετικό δελτίο τύπου της ίδιας της ΔΕΗ το 2013, ως απάντηση στον ΕΣΑΗ που ζητούσε επέκταση του μηχανισμού, αναφέρεται:
«Η αλήθεια είναι ότι ο «Μηχανισμός Ανάκτησης Μεταβλητού Κόστους» που αρχικά καθιερώθηκε ως ρύθμιση προσωρινού χαρακτήρα, διασφαλίζει ένα προστατευμένο οικονομικά περιβάλλον στους τρίτους ηλεκτροπαραγωγούς καθώς επιτρέπει την αποζημίωση τους σε τιμές υψηλότερες από αυτές που διαμορφώνονται στην ημερήσια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (Οριακή Τιμή Συστήματος). Διασφαλίζει ότι οι μονάδες τους μπορούν να λειτουργούν ανεξαρτήτως της ζήτησης απολαμβάνοντας εγγυημένη αμοιβή ανεξαρτήτως της πορείας της αγοράς και του κόστους καυσίμου καθώς ο μηχανισμός καλύπτει τα έξοδα τους +10%. Κατέληξε δε να γίνεται κατάχρηση του στρεβλωτικού αυτού μηχανισμού (κατά ομολογία και της ίδιας της ΡΑΕ), με αποτέλεσμα τη σημαντική επιβάρυνση του κόστους ηλεκτροπαραγωγής της χώρας, με αντίστοιχη αρνητική επίπτωση στις δαπάνες και τη ρευστότητα της ΔΕΗ, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες εξαιρετικά περιορισμένης δυνατότητας χρηματοδότησης. Είναι αυταπόδεικτο ότι η εισαγωγή τέτοιων ρυθμίσεων σε οποιαδήποτε αγορά συνιστά παρεμβατισμό και στρέβλωση των μηχανισμών διαμόρφωσης τιμής με βάση τους κανόνες της προσφοράς και ζήτησης. Κατά συνέπεια, το αίτημα κατάργησης του εν λόγω μηχανισμού δεν συνιστά ιδιοτροπία της ΔΕΗ, αλλά αυτονόητο αίτημα για τον εξορθολογισμό της αγοράς και για τη λειτουργία του ηλεκτρικού συστήματος της χώρας κατά τρόπο βέλτιστο και πιο οικονομικό, προς όφελος των Ελλήνων καταναλωτών και της εθνικής οικονομίας».
Εκτός του ΜΑΜΚ, λειτουργούσε και ο Μηχανισμός Διασφάλισης Ισχύος Τρίτων Παραγωγών. Σύμφωνα με τα τριμηνιαία αποτελέσματα της ΔΕΗ (ημερομηνίας 2014 το συγκεκριμένο που λειτουργούσε στο πικ ο ΜΑΜΚ), η ΔΕΗ είχε επιδοτήσει με 105 εκ ευρώ τους ιδιώτες ανταγωνιστές της για το Α’ Τρίμηνο του 2013, με το ποσό για την αντίστοιχη περίοδο του 2014 να είναι 11,4 εκ ευρώ μέσω του ΜΑΜΚ και μέσω του ΜΔΙΤΠ ποσά 19,3 εκ ευρώ το Α’ Τρίμηνο του 2013 και 43,3 εκ ευρώ το αντίστοιχο τρίμηνο του 2014.