Λειτουργεί το κοινοβούλιο; Έχουμε όντως κοινοβουλευτική δημοκρατία;

Προς το Κοινοβούλιο νομοσχέδια με τα προαπαιτούμενα | Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Μια ματιά στον ιστότοπο της βουλής αρκεί για να μας πείσει ότι ναι, το κοινοβούλιο λειτουργεί και παράγει έργο. Οι επιτροπές συνεδριάζουν, νομοσχέδια γίνονται νόμοι του κράτους, οι υπουργοί απαντούν σε ερωτήσεις των βουλευτών, εξεταστικές επιτροπές συστήνονται. Με δυο λόγια, η Βουλή και νομοθετεί και ασκεί έλεγχο στην κυβέρνηση.

Είναι όμως, όντως, έτσι τα πράγματα;

Αρκεί να εγκρίνουν τα νομοσχέδια οι βουλευτές για να θεωρούνται ότι νομοθετούν;

Είναι αρκετό να απαντούν οι υπουργοί τις ερωτήσεις των βουλευτών για να ασκείται κοινοβουλευτικός έλεγχος;

Ας αρχίσουμε από το νομοθετικό έργο. Η νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης εκδηλώνεται κατά κύριο λόγο δια της κατάθεσης σχεδίων νόμων και τροπολογιών, που καλείται να εγκρίνει ή να απορρίψει το νομοθετικό σώμα, δηλαδή η βουλή, και δευτερευόντως, δια της κύρωσης διεθνών συμβάσεων. Τόσο το Σύνταγμα όσο και ο κανονισμός της Βουλής προβλέπουν συγκεκριμένα στάδια, ορισμένης κατ’ ελάχιστον διάρκειας, για την επεξεργασία, συζήτηση και ψήφιση ενός νομοσχεδίου. Μια διαδικασία δηλαδή, που μπορεί να διαρκέσει περί τον ένα μήνα κατ’ ελάχιστον και συνιστούσε απαράβατο κανόνα.

Μετά την ψήφιση του πρώτου μνημονίου όμως, κάτι άλλαξε άρδην. Κάθε νομοσχέδιο που θα μπορούσε να προκαλέσει κοινωνικές αντιδράσεις ή εσωκομματικούς τριγμούς ψηφιζόταν με τη διαδικασία του επείγοντος ή κατεπείγοντος, εντός λίγων (3-5) ημερών από την κατάθεσή του, διαδικασία που προβλέπεται μεν από τον κανονισμό της βουλής, αλλά σίγουρα όχι για να ελαχιστοποιηθούν οι αντιδράσεις σε βάρος της εκάστοτε κυβέρνησης και μόνο για σημαντικό λόγο, για την αντιμετώπιση επείγουσας και έκτακτης ανάγκης.

Προϊόντος του χρόνου, με αποκορύφωμα τη δεύτερη περίοδο της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, η επιτάχυνση της νομοθετικής διαδικασίας μονιμοποιήθηκε, έγινε κανονικότητα. Νομοσχέδια ψηφίζονται εντός 10-15 ημερών από την κατάθεσή τους στη Βουλή, κατά παράβαση κάθε κανονιστικής πρόβλεψης και προς επιβεβαίωση όσων υποστηρίζουν ότι η χώρα δεν βγήκε ποτέ από τα μνημόνια. Και βεβαίως, η κυβέρνηση Μητσοτάκη «έχει τερματίσει» αυτή την πρακτική, αφού όχι μόνο ακολουθεί το «κακό προηγούμενο» του ΣΥΡΙΖΑ όσον αφορά τη fast track νομοθέτηση, αλλά και γιατί μέσα σε 2,5 περίπου χρόνια κυβερνητικής θητείας έχει εισαγάγει προς συζήτηση και ψήφιση περισσότερα από 250 νομοσχέδια και διεθνείς συμβάσεις, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ στα 4 περίπου χρόνια θητείας – από τον Οκτώβρη του 2015 έως τον Ιούνιο του 2019 εισήγαγε 284.

«Και τι έγινε;», θα πει κάποιος. Αυτό που έγινε είναι ότι οι βουλευτές ψηφίζουν νομοσχέδια που είναι αδύνατον να προλάβουν να διαβάσουν (άρα πώς ψηφίζουν;), πολλώ δε μάλλον να επεξεργαστούν, να διαβουλευτούν με κοινωνικούς φορείς και εταίρους τους οποίους αφορούν τα νομοσχέδια αυτά, να προτείνουν βελτιώσεις. Ως κερασάκι στην τούρτα, έρχονται να προστεθούν και οι αμέτρητες τροπολογίες που κατατίθενται ακόμα και την ώρα της συζήτησης στην ολομέλεια και θα μπορούσαν να αποτελούν αυτοτελή νομοσχέδια, με διατάξεις άσχετες ως προς το προς συζήτηση νομοσχέδιο, οι οποίες τίθενται σε ψηφοφορία, κατά κατάφωρη παραβίαση του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής. Διαδικασίες fast track. Δόγμα του σοκ και σε επίπεδο νομοθέτησης.

Σε αντιδιαστολή, αγνοείται παντελώς η νομοθετική πρωτοβουλία των κομμάτων της αντιπολίτευσης που εκδηλώνεται μέσω της κατάθεσης προτάσεων νόμων, οι οποίες θα έπρεπε να συζητιούνται κατά προτεραιότητα μια φορά τον μήνα. Αλλά φευ! Από τις 20 προτάσεις νόμων που έχουν κατατεθεί στην τρέχουσα κοινοβουλευτική περίοδο ούτε μία δεν έχει εισαχθεί προς συζήτηση στην αρμόδια επιτροπή.

Τέλος, ως προς τον έλεγχο που δύνανται να ασκούν οι βουλευτές στην κυβέρνηση, αυτός ασκείται τύποις. Όχι γιατί οι βουλευτές δεν θέλουν ή δεν μπορούν, αλλά γιατί συχνά οι απαντήσεις της κυβέρνησης είναι προσχηματικές και επιφανειακές και όχι επί της ουσίας. Άλλωστε, ο ίδιος ο πρωθυπουργός της χώρας θεωρεί εαυτόν υπεράνω του ελέγχου ή ότι μπορεί να επιλέγει αποκλειστικά ο ίδιος ποιος θα τον ελέγχει και επί ποίου θέματος τον συμφέρει να ελεγχθεί. Όσο για τις εξεταστικές επιτροπές; Έχουν πλήρως ευτελιστεί και αναλώνονται στην εξαπόλυση κατηγοριών ένθεν κακείθεν, περί του ποιος έβλαψε περισσότερο το δημόσιο συμφέρον, χωρίς καμία διάθεση αυτοκριτικής, επί της ουσίας συζήτησης και ανάληψης πολιτικών ευθυνών. Όλα για την επικοινωνία.

Διαδικασίες που παραβιάζονται, νομοθετική «ποσότητα» σε βάρος της νομοθετικής ποιότητας, της χρηστής νομοθέτησης, λειψός κοινοβουλευτικός έλεγχος.

Ας το παραδεχτούμε λοιπόν. Η κοινοβουλευτική μας δημοκρατία δεν είναι ούτε κοινοβουλευτική – αφού οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται στο κοινοβούλιο – ούτε δημοκρατία – αφού οι εξουσίες δεν πηγάζουν από τον λαό, ούτε υπάρχουν υπέρ αυτού, ούτε ασκούνται, όπως ορίζει το Σύνταγμα.

Όλα τα παραπάνω δεν καταγράφονται από τυπολατρεία, αλλά γιατί οι συγκεκριμένοι τύποι και κανόνες έχουν θεσπιστεί για να διασφαλίζουν τη λειτουργία του κοινοβουλίου. Το ότι βέβαια το κοινοβούλιο – και κατ’ επέκταση το πολίτευμα – δεν λειτουργεί το έχουμε νιώσει «στο πετσί μας» τα τελευταία 12 σχεδόν χρόνια με τον πιο πικρό τρόπο, που ζούμε ουσιαστικά την παράκαμψη του κοινοβουλευτισμού στη χώρα μας. Και η γενικευμένη παραβίαση των κανόνων, η θεσμική κρίση, είναι σύμπτωμα που συνδέεται στενά με την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος αποστρέφεται τις δημοκρατικές διαδικασίες και επιβάλλει αποφάσεις στους πολλούς που λαμβάνονται από κέντρα που δεν ελέγχονται και δεν εκπροσωπούν παρά μόνο τα συμφέροντά τους. Και οδηγούμαστε μοιραία στο συμπέρασμα ότι θεσμική και οικονομική κρίση βαδίζουν χέρι-χέρικαι πρώτο θύμα της κρίσης είναι η δημοκρατία. Δεν είναι δυνατόν να ξεπεράσουμε την οικονομική κρίση χωρίς να αντιμετωπίσουμε τη θεσμική κρίση και το έλλειμμα δημοκρατίας, χωρίς να αντισταθούμε στην επιβολή ενός μεταδημοκρατικού καθεστώτος.

Και μόνος δρόμος για να βγούμε από αυτόν τον φαύλο κύκλο είναι η ρήξη με τους λίγους και ισχυρούς – σε εθνικό, ευρωπαϊκό, διεθνές επίπεδο – για την υπεράσπιση των πολλών.